- μεταβασανίζω
- και ματαβασανίζω (Α μεταβασανίζω)νεοελλ.υποβάλλω κάποιον σε νέα βάσανα, ξαναβασανίζωαρχ.ελέγχω κάτι εκ νέου, επανεξετάζω λεπτομερώς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταβασανίσας — μεταβασανίσᾱς , μεταβασανίζω test aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)